- ἀπεπτεῖν
- ἀπεπτέωsuffer from indigestionpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαγνεύω — (AM λαγνεύω) [λάγνης] είμαι φιλήδονος, ακόλαστος («τίς δὲ σχολὴ τῷ ἀνδρὶ τούτῳ νῡν ἀπεπτεῑν ἢ μεθύειν ἢ λαγνεύειν», Πλούτ.) αρχ. (κυρίως για άνδρα) συνουσιάζομαι … Dictionary of Greek